σαπφείρινος

σαπφείρινος
η , ο [у] сапфировый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαπφείρινος" в других словарях:

  • σαπφείρινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείρινος — η, ο / σαπφείρινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, ίνη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος +… …   Dictionary of Greek

  • σαπφειρίνην — σαπφείρινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφειρίνους — σαπφείρινος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφειρίνῃ — σαπφείρινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»